Κυνός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κῦνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνός — κύων dog masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύνος — ψευδοκύων sham Cynic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυνός Κεφαλαί — Ονομασία, κατά την αρχαιότητα, δύο απόκρημνων βράχων μεταξύ Φαρσάλων και Λάρισας, στα Β της αρχαίας πόλης Σκοτούσσης, οι οποίοι σήμερα ονομάζονται Μαυροβούνι και έλαβαν αυτή την ονομασία εξαιτίας του σχήματός τους. Σε αυτή τη θέση, ο Θηβαίος… … Dictionary of Greek
Κυνός Σήμα — Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Ακρωτήριο της Θρακικής χερσονήσου, στα Ν της Μαδύτου, στο στενό του Ελλησπόντου. Εκεί –σύμφωνα με την παράδοση– είχε ταφεί η Εκάβη, μεταμορφωμένη σε σκύλο. Το ακρωτήριο έγινε ονομαστό από τη νικηφόρα ναυμαχία των… … Dictionary of Greek
Киноскефалы — (Κυνός κεφαλαί) несколько холмов (похожих на собачьи головы) близ Скотуссы в Фессалии, у которых в 364 г. до Р. Х. был убит Пелопид в битве с Александром, тираном ферейским, а в 197 г. царь македонский Филипп потерпел полное поражение от римлян,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
КИНОССЕМА — • Κυνός ση̃μα, собачья могила, 1. оконечность фракийского Херсонеса у Мадита, названная так потому, что здесь, по преданию, Гекуба была превращена в собаку. Еиr. Нес. 1275. Thuc. 8, 104. Strab. 13, 595; 2. мыс в Карий,… … Реальный словарь классических древностей
Κυνῶ — Κυνός masc gen sg (doric aeolic) Κυνώ bitch fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Κυνώ bitch fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυνῶν — Κυνός masc gen pl Κυνώ bitch fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)