Κύνος

Κύνος
Αρχαία πόλη και ακρωτήριο των Oπουντίων Λοκρών. Σύμφωνα με τον μύθο, η πόλη ιδρύθηκε από τον Κύνο, γιο του Λοκρού. Το 426 π.Χ. υπέστη σοβαρές καταστροφές εξαιτίας σεισμού, ενώ τον 4o αι. π.Χ. αποτελούσε μία από τις ονομαστές πόλεις των Οπουντίων Λοκρών. Αργότερα παράκμασε και το λιμάνι της λειτουργούσε κυρίως για στρατιωτικούς σκοπούς. Κατά τον 5o και τον 4o αι. π.Χ. η πόλη διέθετε ανεπτυγμένη βιοτεχνία αγαλμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κυνός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κῦνος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνός — κύων dog masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύνος — ψευδοκύων sham Cynic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυνός Κεφαλαί — Ονομασία, κατά την αρχαιότητα, δύο απόκρημνων βράχων μεταξύ Φαρσάλων και Λάρισας, στα Β της αρχαίας πόλης Σκοτούσσης, οι οποίοι σήμερα ονομάζονται Μαυροβούνι και έλαβαν αυτή την ονομασία εξαιτίας του σχήματός τους. Σε αυτή τη θέση, ο Θηβαίος… …   Dictionary of Greek

  • Κυνός Σήμα — Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Ακρωτήριο της Θρακικής χερσονήσου, στα Ν της Μαδύτου, στο στενό του Ελλησπόντου. Εκεί –σύμφωνα με την παράδοση– είχε ταφεί η Εκάβη, μεταμορφωμένη σε σκύλο. Το ακρωτήριο έγινε ονομαστό από τη νικηφόρα ναυμαχία των… …   Dictionary of Greek

  • Киноскефалы — (Κυνός κεφαλαί) несколько холмов (похожих на собачьи головы) близ Скотуссы в Фессалии, у которых в 364 г. до Р. Х. был убит Пелопид в битве с Александром, тираном ферейским, а в 197 г. царь македонский Филипп потерпел полное поражение от римлян,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • КИНОССЕМА —    • Κυνός ση̃μα,          собачья могила,        1. оконечность фракийского Херсонеса у Мадита, названная так потому, что здесь, по преданию, Гекуба была превращена в собаку. Еиr. Нес. 1275. Thuc. 8, 104. Strab. 13, 595;        2. мыс в Карий,… …   Реальный словарь классических древностей

  • Κυνῶ — Κυνός masc gen sg (doric aeolic) Κυνώ bitch fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Κυνώ bitch fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυνῶν — Κυνός masc gen pl Κυνώ bitch fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”